- χηροσύνη
- ἡ, ΜΑστέρηση συζύγου, χηρεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + κατάλ. -σύνη*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηροσύνη — bereavement fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηροσύνῃ — χηροσύνη bereavement fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηροσύνην — χηροσύνη bereavement fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηροσύνης — χηροσύνη bereavement fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηροσύνας — χηροσύνᾱς , χηροσύνη bereavement fem acc pl χηροσύνᾱς , χηροσύνη bereavement fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναστροφή — η, ΝΜΑ [συναναστρέφομαι] 1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς» … Dictionary of Greek